↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλινθοκεραμοποιείο τα πλινθοκεραμοποιεία
      γενική του πλινθοκεραμοποιείου των πλινθοκεραμοποιείων
    αιτιατική το πλινθοκεραμοποιείο τα πλινθοκεραμοποιεία
     κλητική πλινθοκεραμοποιείο πλινθοκεραμοποιεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πλινθοκεραμοποιείο < πλίνθ(ος) + -ο- + κεραμοποιείο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πλινθοκεραμοποιείο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία