πεχάμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πεχάμετρο | τα | πεχάμετρα |
γενική | του | πεχάμετρου & πεχαμέτρου |
των | πεχάμετρων & πεχαμέτρων |
αιτιατική | το | πεχάμετρο | τα | πεχάμετρα |
κλητική | πεχάμετρο | πεχάμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεχάμετρο ουδέτερο
Δείτε επίσης επεξεργασία
- πεχάμετρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
- ↑ πεχάμετρο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)