πευκιώτικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πευκιώτικος < Πευκιώτ(ης) + -ικος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pefˈco.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πευ‐κιώ‐τι‐κός
Επίθετο επεξεργασία
πευκιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πευκιώτικος
|