Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετρουπολίτικος η πετρουπολίτικη το πετρουπολίτικο
      γενική του πετρουπολίτικου της πετρουπολίτικης του πετρουπολίτικου
    αιτιατική τον πετρουπολίτικο την πετρουπολίτικη το πετρουπολίτικο
     κλητική πετρουπολίτικε πετρουπολίτικη πετρουπολίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετρουπολίτικοι οι πετρουπολίτικες τα πετρουπολίτικα
      γενική των πετρουπολίτικων των πετρουπολίτικων των πετρουπολίτικων
    αιτιατική τους πετρουπολίτικους τις πετρουπολίτικες τα πετρουπολίτικα
     κλητική πετρουπολίτικοι πετρουπολίτικες πετρουπολίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πετρουπολίτικος < Πετρουπολίτ(ης) + -ικος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.tɾu.poˈli.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐τρου‐πο‐λί‐τι‐κος

  Επίθετο επεξεργασία

πετρουπολίτικος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία