↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετρολογικός η πετρολογική το πετρολογικό
      γενική του πετρολογικού της πετρολογικής του πετρολογικού
    αιτιατική τον πετρολογικό την πετρολογική το πετρολογικό
     κλητική πετρολογικέ πετρολογική πετρολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετρολογικοί οι πετρολογικές τα πετρολογικά
      γενική των πετρολογικών των πετρολογικών των πετρολογικών
    αιτιατική τους πετρολογικούς τις πετρολογικές τα πετρολογικά
     κλητική πετρολογικοί πετρολογικές πετρολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πετρολογικός < πετρολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πετρολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία