πετρελαιοπαραγωγικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πετρελαιοπαραγωγικός < πετρελαιοπαραγωγ(ή) + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
πετρελαιοπαραγωγικός, -ή, -ό
- σχετικός με την πετρελαιοπαραγωγή
Μεταφράσεις επεξεργασία
πετρελαιοπαραγωγικός
|