↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πετραλωνίτικος η πετραλωνίτικη το πετραλωνίτικο
      γενική του πετραλωνίτικου της πετραλωνίτικης του πετραλωνίτικου
    αιτιατική τον πετραλωνίτικο την πετραλωνίτικη το πετραλωνίτικο
     κλητική πετραλωνίτικε πετραλωνίτικη πετραλωνίτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πετραλωνίτικοι οι πετραλωνίτικες τα πετραλωνίτικα
      γενική των πετραλωνίτικων των πετραλωνίτικων των πετραλωνίτικων
    αιτιατική τους πετραλωνίτικους τις πετραλωνίτικες τα πετραλωνίτικα
     κλητική πετραλωνίτικοι πετραλωνίτικες πετραλωνίτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πετραλωνίτικος < Πετραλωνίτ(ης) + -ικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.tɾa.loˈni.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐τρα‐λω‐νί‐τι‐κος

  Επίθετο

επεξεργασία

πετραλωνίτικος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία