περσότερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περσότερος | η | περσότερη | το | περσότερο |
γενική | του | περσότερου | της | περσότερης | του | περσότερου |
αιτιατική | τον | περσότερο | την | περσότερη | το | περσότερο |
κλητική | περσότερε | περσότερη | περσότερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περσότεροι | οι | περσότερες | τα | περσότερα |
γενική | των | περσότερων | των | περσότερων | των | περσότερων |
αιτιατική | τους | περσότερους | τις | περσότερες | τα | περσότερα |
κλητική | περσότεροι | περσότερες | περσότερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περσότερος < περισσότερος
Επίθετο
επεξεργασίαπερσότερος, -η, -ο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περσότερος
|