περπατάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | περπατάρης | η | περπατάρα | το | περπατάρικο |
γενική | του | περπατάρη | της | περπατάρας | του | περπατάρικου |
αιτιατική | τον | περπατάρη | την | περπατάρα | το | περπατάρικο |
κλητική | περπατάρη | περπατάρα | περπατάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | περπατάρηδες | οι | περπατάρες | τα | περπατάρικα |
γενική | των | περπατάρηδων | — | των | περπατάρικων | |
αιτιατική | τους | περπατάρηδες | τις | περπατάρες | τα | περπατάρικα |
κλητική | περπατάρηδες | περπατάρες | περπατάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περπατάρης < περπατώ
Επίθετο
επεξεργασίαπερπατάρης, -α, -ικο
- που περπατάει πολύ
- (μειωτικό για γυναίκα) που ντύνεται προκλητικά και κυκλοφορεί στους δρόμους
- (για άλογο ή άλλο ζώο) που περπατάει ωραία, που έχει όμορφη περπατησιά, από ράτσα ή εκπαιδευμένο για ιππασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία για γυναίκα που ντύνεται προκλητικά