↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περπατάρης η περπατάρα το περπατάρικο
      γενική του περπατάρη της περπατάρας του περπατάρικου
    αιτιατική τον περπατάρη την περπατάρα το περπατάρικο
     κλητική περπατάρη περπατάρα περπατάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περπατάρηδες οι περπατάρες τα περπατάρικα
      γενική των περπατάρηδων των περπατάρικων
    αιτιατική τους περπατάρηδες τις περπατάρες τα περπατάρικα
     κλητική περπατάρηδες περπατάρες περπατάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περπατάρης < περπατώ

  Επίθετο

επεξεργασία

περπατάρης, -α, -ικο

  1. που περπατάει πολύ
  2. (μειωτικό για γυναίκα) που ντύνεται προκλητικά και κυκλοφορεί στους δρόμους
  3. (για άλογο ή άλλο ζώο) που περπατάει ωραία, που έχει όμορφη περπατησιά, από ράτσα ή εκπαιδευμένο για ιππασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία