↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ περισφύριον τὰ περισφύρι
      γενική τοῦ περισφυρίου τῶν περισφυρίων
      δοτική τῷ περισφυρί τοῖς περισφυρίοις
    αιτιατική τὸ περισφύριον τὰ περισφύρι
     κλητική ! περισφύριον περισφύρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περισφυρίω
γεν-δοτ τοῖν  περισφυρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περισφύριον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου περισφύριος (περισφύριον)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περισφύριον, -ου ουδέτερο

  • (κόσμημα) βραχιόλι γύρω από τον αστράγαλο
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 176.1
    Μακέων δὲ τούτων ἐχόμενοι Γινδᾶνές εἰσι, τῶν αἱ γυναῖκες περισφύρια δερμάτων πολλὰ ἑκάστη φορέει κατὰ τοιόνδε τι, ὡς λέγεται· κατ᾽ ἄνδρα ἕκαστον μειχθέντα περισφύριον περιδέεται· ἣ δ᾽ ἂν πλεῖστα ἔχῃ, αὕτη ἀρίστη δέδοκται εἶναι ὡς ὑπὸ πλείστων ἀνδρῶν φιληθεῖσα.
    Αμέσως ύστερ᾽ από αυτούς τους Μάκες έρχονται οι Γινδάνες, που οι γυναίκες τους φορούν η καθεμιά τους γύρω από τον αστράγαλο πολλά βραχιόλια δερμάτινα, για τον εξής λόγο, όπως λένε: για κάθε άντρα που κάνει έρωτα μαζί της, φορά κι ένα βραχιόλι· κι όποια έχει τα περισσότερα, αυτήν έχουν για πρώτη και καλύτερη, αφού αγαπήθηκε από περισσότερους άντρες.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  6ος κε αιώνας Αγαθίας ο Σχολαστικός στην Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο 6ο, επίγραμμα 172. @scaife.perseus
    Πορφυρὶς ἡ Κνιδίη τὰ στέμματα καὶ τὸ δίθυρσον
    τοῦτο τὸ λογχωτὸν καὶ τὸ περισφύριον,
    οἷς ἀνέδην βάκχευεν, ὅτ' ἐς Διόνυσον ἐφοίτα
    κισσωτὴν στέρνοις νεβρίδ' ἀναπτομένη,
    ἁβροκόμη Διόνυσε, πρὸ παστάδος ᾐώρησεν
    ταῦτα τὰ τοῦ κάλλευς κόσμια καὶ μανίης.