↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η περιοδοντολόγος οι περιοδοντολόγοι
      γενική του/της περιοδοντολόγου των περιοδοντολόγων
    αιτιατική τον/την περιοδοντολόγο τους/τις περιοδοντολόγους
     κλητική περιοδοντολόγε περιοδοντολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιοδοντολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική periodontist. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + οδοντολόγος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

περιοδοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία