περιοδοντολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιοδοντολόγος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική periodontist. Μορφολογικά αναλύεται σε περι- + οδοντολόγος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριοδοντολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα, νεολογισμός) οδοντίατρος με ειδίκευση στην περιοδοντολογία
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιοδοντολόγος
Πηγές
επεξεργασία- περιοδοντολόγος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- περιοδοντολόγος - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr