↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιοδοντολογικός η περιοδοντολογική το περιοδοντολογικό
      γενική του περιοδοντολογικού της περιοδοντολογικής του περιοδοντολογικού
    αιτιατική τον περιοδοντολογικό την περιοδοντολογική το περιοδοντολογικό
     κλητική περιοδοντολογικέ περιοδοντολογική περιοδοντολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιοδοντολογικοί οι περιοδοντολογικές τα περιοδοντολογικά
      γενική των περιοδοντολογικών των περιοδοντολογικών των περιοδοντολογικών
    αιτιατική τους περιοδοντολογικούς τις περιοδοντολογικές τα περιοδοντολογικά
     κλητική περιοδοντολογικοί περιοδοντολογικές περιοδοντολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιοδοντολογικός < περιοδοντολογ(ία) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

περιοδοντολογικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία