περινεοπλαστική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περινεοπλαστική < περίνεο + -ο- + πλαστική ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική perineoplasty)
Ουσιαστικό επεξεργασία
περινεοπλαστική θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση για την αποκατάσταση ή ανάπλαση του περινέου
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Perineoplasty στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
περινεοπλαστική