Δείτε επίσης: περιέργεια

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιεργί αἱ περιεργίαι
      γενική τῆς περιεργίᾱς τῶν περιεργιῶν
      δοτική τῇ περιεργί ταῖς περιεργίαις
    αιτιατική τὴν περιεργίᾱν τὰς περιεργίᾱς
     κλητική ! περιεργί περιεργίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιεργί
γεν-δοτ τοῖν  περιεργίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

περιεργία < περι- + αρχαία ελληνική ἔργον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

περιεργία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. ματαιότητα
  2. υπερβολική ακρίβεια σε κάποια εκτέλεση ή κατασκευή
  3. άχρηστη γνώση, ανώφελη
  4. φιλοπραγμοσύνη, ασχολία με αλλότριες υποθέσεις
  5. ταχυδακτυλουργία, θαυματοποιία

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία