Δείτε επίσης: περιέργεια
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική περιεργί αἱ περιεργίαι
      γενική τῆς περιεργίᾱς τῶν περιεργιῶν
      δοτική τῇ περιεργί ταῖς περιεργίαις
    αιτιατική τὴν περιεργίᾱν τὰς περιεργίᾱς
     κλητική ! περιεργί περιεργίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιεργί
γεν-δοτ τοῖν  περιεργίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
περιεργία < περι- + αρχαία ελληνική ἔργον  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία