περιεργία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | περιεργίᾱ | αἱ | περιεργίαι |
γενική | τῆς | περιεργίᾱς | τῶν | περιεργιῶν |
δοτική | τῇ | περιεργίᾳ | ταῖς | περιεργίαις |
αιτιατική | τὴν | περιεργίᾱν | τὰς | περιεργίᾱς |
κλητική ὦ! | περιεργίᾱ | περιεργίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | περιεργίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | περιεργίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περιεργία < περι- + αρχαία ελληνική ἔργον • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριεργία θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- ματαιότητα
- υπερβολική ακρίβεια σε κάποια εκτέλεση ή κατασκευή
- άχρηστη γνώση, ανώφελη
- φιλοπραγμοσύνη, ασχολία με αλλότριες υποθέσεις
- ταχυδακτυλουργία, θαυματοποιία
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- περιεργία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- περιεργία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.