φιλοπραγμοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φιλοπραγμοσύνη < φιλοπράγμων
Ουσιαστικό επεξεργασία
φιλοπραγμοσύνη θηλυκό
- η ενασχόληση με πολλά από μεράκι, από θετική διάθεση προς διάφορα αντικείμενα, από αγάπη η άνάγκη για δραστηριότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
φιλοπραγμοσύνη
|