περιγέλαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- περιγέλαστος < ελληνιστική κοινή περιγέλαστος < περιγελάω < αρχαία ελληνική γελάω
Επίθετο
επεξεργασία
περιγέλαστος, -η, -ο
- που τον περιγελούν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη περιγελώ