περιβολιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιβολιώτικος < Περιβολιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾi.voˈʎo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐βο‐λιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαπεριβολιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περιβολιώτικος
|