περαμιώτικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περαμιώτικος < Περαμιώτ(ης) + -ικος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pe.ɾaˈmɲo.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρα‐μιώ‐τι‐κος
Επίθετο
επεξεργασίαπεραμιώτικος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία περαμιώτικος
|