περίπαθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
περίπαθος, -η, -ο
- ο παθιασμένος, που διακατέχεται από πάθη
- ※ ο περίπαθος ταξιδιώτης, ο μαγευτικός πεζογράφος, ο λυρικός ποιητής (Νέα Εστία, 1998)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
περίπαθος
|