↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάχορδος η πεντάχορδη το πεντάχορδο
      γενική του πεντάχορδου της πεντάχορδης του πεντάχορδου
    αιτιατική τον πεντάχορδο την πεντάχορδη το πεντάχορδο
     κλητική πεντάχορδε πεντάχορδη πεντάχορδο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάχορδοι οι πεντάχορδες τα πεντάχορδα
      γενική των πεντάχορδων των πεντάχορδων των πεντάχορδων
    αιτιατική τους πεντάχορδους τις πεντάχορδες τα πεντάχορδα
     κλητική πεντάχορδοι πεντάχορδες πεντάχορδα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεντάχορδος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

πεντάχορδος, -η, -ο

  1. που έχει πέντε χορδές
    πεντάχορδο μπάσο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία