Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεντάκιλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πεντάκιλ
ος
η
πεντάκιλ
η
το
πεντάκιλ
ο
γενική
του
πεντάκιλ
ου
της
πεντάκιλ
ης
του
πεντάκιλ
ου
αιτιατική
τον
πεντάκιλ
ο
την
πεντάκιλ
η
το
πεντάκιλ
ο
κλητική
πεντάκιλ
ε
πεντάκιλ
η
πεντάκιλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πεντάκιλ
οι
οι
πεντάκιλ
ες
τα
πεντάκιλ
α
γενική
των
πεντάκιλ
ων
των
πεντάκιλ
ων
των
πεντάκιλ
ων
αιτιατική
τους
πεντάκιλ
ους
τις
πεντάκιλ
ες
τα
πεντάκιλ
α
κλητική
πεντάκιλ
οι
πεντάκιλ
ες
πεντάκιλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεντάκιλος
<
πεντα-
+
κιλό
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
πεντάκιλος
που
ζυγίζει
τρία
κιλά
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μονόκιλος
δίκιλος
τρίκιλος
τετράκιλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεντάκιλος