Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παχουλούτσικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παχουλούτσικ
ος
η
παχουλούτσικ
η
το
παχουλούτσικ
ο
γενική
του
παχουλούτσικ
ου
της
παχουλούτσικ
ης
του
παχουλούτσικ
ου
αιτιατική
τον
παχουλούτσικ
ο
την
παχουλούτσικ
η
το
παχουλούτσικ
ο
κλητική
παχουλούτσικ
ε
παχουλούτσικ
η
παχουλούτσικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παχουλούτσικ
οι
οι
παχουλούτσικ
ες
τα
παχουλούτσικ
α
γενική
των
παχουλούτσικ
ων
των
παχουλούτσικ
ων
των
παχουλούτσικ
ων
αιτιατική
τους
παχουλούτσικ
ους
τις
παχουλούτσικ
ες
τα
παχουλούτσικ
α
κλητική
παχουλούτσικ
οι
παχουλούτσικ
ες
παχουλούτσικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παχουλούτσικος
<
παχουλός
Επίθετο
επεξεργασία
παχουλούτσικος, -η, -ο
κάπως
παχουλός
Αντώνυμα
επεξεργασία
αδυνατούτσικος
λεπτούτσικος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παχουλούτσικος
γαλλικά
:
dodu
(fr)
,
potelé
(fr)