↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λεπτούτσικος η λεπτούτσικη το λεπτούτσικο
      γενική του λεπτούτσικου της λεπτούτσικης του λεπτούτσικου
    αιτιατική τον λεπτούτσικο τη λεπτούτσικη το λεπτούτσικο
     κλητική λεπτούτσικε λεπτούτσικη λεπτούτσικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λεπτούτσικοι οι λεπτούτσικες τα λεπτούτσικα
      γενική των λεπτούτσικων των λεπτούτσικων των λεπτούτσικων
    αιτιατική τους λεπτούτσικους τις λεπτούτσικες τα λεπτούτσικα
     κλητική λεπτούτσικοι λεπτούτσικες λεπτούτσικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεπτούτσικος < λεπτός + -ούτσικος

  Επίθετο

επεξεργασία

λεπτούτσικος, -η, -ο

  • κάπως λεπτός και μάλλον μικροκαμωμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία