πατρογραμμικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπατρογραμμικός, -ή, -ό
- που αφορά τη γενεαλογική γραμμή από τη μεριά του πατέρα
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πατρογραμμικός
|