↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πατρογραμμικός η πατρογραμμική το πατρογραμμικό
      γενική του πατρογραμμικού της πατρογραμμικής του πατρογραμμικού
    αιτιατική τον πατρογραμμικό την πατρογραμμική το πατρογραμμικό
     κλητική πατρογραμμικέ πατρογραμμική πατρογραμμικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατρογραμμικοί οι πατρογραμμικές τα πατρογραμμικά
      γενική των πατρογραμμικών των πατρογραμμικών των πατρογραμμικών
    αιτιατική τους πατρογραμμικούς τις πατρογραμμικές τα πατρογραμμικά
     κλητική πατρογραμμικοί πατρογραμμικές πατρογραμμικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πατρογραμμικός < πατρο- + γραμμή + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

πατρογραμμικός, -ή, -ό

Υπερώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία