Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παστοφόριο τα παστοφόρια
      γενική του παστοφόριου
παστοφορίου
των παστοφόριων
παστοφορίων
    αιτιατική το παστοφόριο τα παστοφόρια
     κλητική παστοφόριο παστοφόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παστοφόριο < ελληνιστική κοινή παστοφόριον / παστοφορεῖον < παστοφόρος < παστός + αρχαία ελληνική φέρω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παστοφόριο ουδέτερο

  • (αρχιτεκτονική, θρησκεία) το παράβημα
    ※  Στὰ πλαϊνά του Ἱεροῦ Βήματος δημιουργοῦνται δυὸ διαμερίσματα, τὰ παστοφόρια. Στὸ βόρειο παστοφόριο τοποθετοῦνταν σὲ μαρμάρινα συνήθως τραπέζια οἱ προσφορὲς τῶν πιστῶν, ἄρτος καὶ οἶνος γιὰ τὴν Θεία Εὐχαριστία, γιὰ νὰ μεταφερθοῦν ἀργότερα στὴν Ἁγία Τράπεζα. Γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο, ὁ χῶρος ὀνομάσθηκε πρόθεσις καὶ τὰ τραπέζια, Τράπεζαι προθέσεων ἢ προσφόρων. Τὸ νότιο παστοφόριο, τὸ διακονικό, χρησίμευε σὰν σκευοφυλάκιο καὶ δὲν εἶχε πάντα σταθερὴ θέση. (*)

Υπώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία