Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πρόθεσῐς αἱ προθέσεις
      γενική τῆς προθέσεως τῶν προθέσεων
      δοτική τῇ προθέσει ταῖς προθέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πρόθεσῐν τὰς προθέσεις
     κλητική ! πρόθεσῐ προθέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προθέσει
γεν-δοτ τοῖν  προθεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόθεσις < προτίθημι, θέμα προθε- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε πρό- + θέσις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόθεσις θηλυκό

  1. η τοποθέτηση κάποιου αντικειμένου μπροστά από άλλο
  2. (για νεκρούς) η έκθεση του σώματος του νεκρού στο σπίτι του
  3. η δημόσια δήλωση, η κοινοποίηση
  4. η πρόταση ενός ζητήματος για συζήτηση
    → δείτε  νέα ελληνική: πρόθεση

  Πηγές επεξεργασία