παστά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | παστά | ||
γενική | των | παστών | ||
αιτιατική | τα | παστά | ||
κλητική | παστά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- παστά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παστός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παστά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γαστρονομία) τρόφιμα που τα έχουν παστώσει
Συνώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
παστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παστός