πασμίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πασμίνα | οι | πασμίνες |
γενική | της | πασμίνας | των | πασμίνων |
αιτιατική | την | πασμίνα | τις | πασμίνες |
κλητική | πασμίνα | πασμίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπασμίνα θηλυκό
- (ενδυμασία) ορθογώνιο κομμάτι υφάσματος που μπορεί να φορεθεί ως σάλι ή κασκόλ, είναι σχετικά φαρδύ και έχει συνήθως μεταξωτή υφή