Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρφουμαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρφουμαρισμέν
ος
η
παρφουμαρισμέν
η
το
παρφουμαρισμέν
ο
γενική
του
παρφουμαρισμέν
ου
της
παρφουμαρισμέν
ης
του
παρφουμαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
παρφουμαρισμέν
ο
την
παρφουμαρισμέν
η
το
παρφουμαρισμέν
ο
κλητική
παρφουμαρισμέν
ε
παρφουμαρισμέν
η
παρφουμαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρφουμαρισμέν
οι
οι
παρφουμαρισμέν
ες
τα
παρφουμαρισμέν
α
γενική
των
παρφουμαρισμέν
ων
των
παρφουμαρισμέν
ων
των
παρφουμαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
παρφουμαρισμέν
ους
τις
παρφουμαρισμέν
ες
τα
παρφουμαρισμέν
α
κλητική
παρφουμαρισμέν
οι
παρφουμαρισμέν
ες
παρφουμαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
παρφουμαρισμένος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
επεξεργασία
παρφουμαρισμένος
αρωματισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρφουμαρισμένος
γαλλικά
:
parfumé
(fr)