Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρομοιωτικός η παρομοιωτική το παρομοιωτικό
      γενική του παρομοιωτικού της παρομοιωτικής του παρομοιωτικού
    αιτιατική τον παρομοιωτικό την παρομοιωτική το παρομοιωτικό
     κλητική παρομοιωτικέ παρομοιωτική παρομοιωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρομοιωτικοί οι παρομοιωτικές τα παρομοιωτικά
      γενική των παρομοιωτικών των παρομοιωτικών των παρομοιωτικών
    αιτιατική τους παρομοιωτικούς τις παρομοιωτικές τα παρομοιωτικά
     κλητική παρομοιωτικοί παρομοιωτικές παρομοιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρομοιωτικός < παρομοίωση + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

παρομοιωτικός, -ή, -ό

  • (φιλολογία) που έχει σχέση με παρομοίωση ή αναφέρεται σ’ αυτή
    ※  Είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός ο παρομοιωτικός λόγος του πεζογράφου: «Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσμο! Άφθονη σαν ποτάμι που χύνεται μέσα σ’ έναν κάμπο. Ανθισμένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουν να τις κόψεις. Δεν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις». (https://ikee.lib.auth.gr, 2006)

  Μεταφράσεις επεξεργασία