παριστάμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παριστάμενος < παρίσταμαι
Μετοχή επεξεργασία
παριστάμενος
- αυτός που παρίσταται κάπου, που είναι παρών σε ένα μέρος (πχ. σε μια συζήτηση)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παριστάμενος
|