παρθενοκαρπία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρθενοκαρπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parthenocarpy < αρχαία ελληνική παρθένος + καρπός
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρθενοκαρπία θηλυκό
- (βοτανική) ανάπτυξη καρπού χωρίς γονιμοποίηση
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Parthenocarpy στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρθενοκαρπία