παρεκτόπιση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παρεκτόπιση | οι | παρεκτοπίσεις |
γενική | της | παρεκτόπισης* | των | παρεκτοπίσεων |
αιτιατική | την | παρεκτόπιση | τις | παρεκτοπίσεις |
κλητική | παρεκτόπιση | παρεκτοπίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρεκτοπίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαρεκτόπιση θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεκτόπιση