παρεισφρητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρεισφρητικός < παρεισφρέω + -τικός < ελληνιστική κοινή παρεισφρέω
Επίθετο
επεξεργασίαπαρεισφρητικός΄, -η, -ο
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με παρείσφρηση ή αναφέρεται σ' αυτή
- ※ Σχεδιασμός και ανάπτυξη ενός ασύρματου προσωπικού συστήματος βιοπαρακολούθησης (add on) με χρήση μη παρεισφρητικών (κατά το ελάχιστο διακριτών) αισθητήρων και τεχνολογιών το οποίο μπορεί να προσαρμόζεται σε οποιαδήποτε συσκευή εισπνοής φαρμάκου («Ευφυές σύστημα Αυτοδιαχείρισης και Υποστήριξης ασθενών με χρόνια Αναπνευστικά Προβλήματα / Take-A-Breath», Επιχειρησιακό Πρόγραμμα: «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα & Καινοτομία» (ΕΠΑνΕΚ), ανακτήθηκε 26/10/2024 [1])
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρεισφρητικός
|