παρεΐστικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾeˈi.sti.kos/
Επίθετο επεξεργασία
παρεΐστικος
- που έχει σχέση με παρέα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- παρεΐστικα
- → δείτε τη λέξη παρέα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρεΐστικος
|