↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεΐστικος η παρεΐστικη το παρεΐστικο
      γενική του παρεΐστικου της παρεΐστικης του παρεΐστικου
    αιτιατική τον παρεΐστικο την παρεΐστικη το παρεΐστικο
     κλητική παρεΐστικε παρεΐστικη παρεΐστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεΐστικοι οι παρεΐστικες τα παρεΐστικα
      γενική των παρεΐστικων των παρεΐστικων των παρεΐστικων
    αιτιατική τους παρεΐστικους τις παρεΐστικες τα παρεΐστικα
     κλητική παρεΐστικοι παρεΐστικες παρεΐστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεΐστικος < παρέα + -ίστικος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pa.ɾeˈi.sti.kos/

  Επίθετο

επεξεργασία

παρεΐστικος

  • που έχει σχέση με παρέα, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία