ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρατιλμός οἱ παρατιλμοί
      γενική τοῦ παρατιλμοῦ τῶν παρατιλμῶν
      δοτική τῷ παρατιλμ τοῖς παρατιλμοῖς
    αιτιατική τὸν παρατιλμόν τοὺς παρατιλμούς
     κλητική ! παρατιλμέ παρατιλμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρατιλμώ
γεν-δοτ τοῖν  παρατιλμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρατιλμός < παρατίλλω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρατιλμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)