παρατιλμός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παρατιλμός | οἱ | παρατιλμοί | ||||
γενική | τοῦ | παρατιλμοῦ | τῶν | παρατιλμῶν | ||||
δοτική | τῷ | παρατιλμῷ | τοῖς | παρατιλμοῖς | ||||
αιτιατική | τὸν | παρατιλμόν | τοὺς | παρατιλμούς | ||||
κλητική ὦ! | παρατιλμέ | παρατιλμοί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρατιλμώ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παρατιλμοῖν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρατιλμός < παρατίλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρατιλμός, -οῦ αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- αποτρίχωση, το μάδημα των τριχών διαφόρων μερών του σώματος
Πηγές επεξεργασία
- παρατιλμός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.