παρασυμπαθητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρασυμπαθητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parasympathetic < παρά + συμπαθητικός
Επίθετο επεξεργασία
παρασυμπαθητικός
- σχετικός με το παρασυμπαθητικό σύστημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρασυμπαθητικός