Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρασυμπαθητικός η παρασυμπαθητική το παρασυμπαθητικό
      γενική του παρασυμπαθητικού της παρασυμπαθητικής του παρασυμπαθητικού
    αιτιατική τον παρασυμπαθητικό την παρασυμπαθητική το παρασυμπαθητικό
     κλητική παρασυμπαθητικέ παρασυμπαθητική παρασυμπαθητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρασυμπαθητικοί οι παρασυμπαθητικές τα παρασυμπαθητικά
      γενική των παρασυμπαθητικών των παρασυμπαθητικών των παρασυμπαθητικών
    αιτιατική τους παρασυμπαθητικούς τις παρασυμπαθητικές τα παρασυμπαθητικά
     κλητική παρασυμπαθητικοί παρασυμπαθητικές παρασυμπαθητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρασυμπαθητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική parasympathetic < παρά + συμπαθητικός

  Επίθετο επεξεργασία

παρασυμπαθητικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία