↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραπρεσβεί αἱ παραπρεσβεῖαι
      γενική τῆς παραπρεσβείᾱς τῶν παραπρεσβειῶν
      δοτική τῇ παραπρεσβεί ταῖς παραπρεσβείαις
    αιτιατική τὴν παραπρεσβείᾱν τὰς παραπρεσβείᾱς
     κλητική ! παραπρεσβεί παραπρεσβεῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραπρεσβεί
γεν-δοτ τοῖν  παραπρεσβείαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραπρεσβεία < παραπρεσβεύω + -εία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραπρεσβεία θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία