παραπρεσβεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραπρεσβείᾱ | αἱ | παραπρεσβεῖαι |
γενική | τῆς | παραπρεσβείᾱς | τῶν | παραπρεσβειῶν |
δοτική | τῇ | παραπρεσβείᾳ | ταῖς | παραπρεσβείαις |
αιτιατική | τὴν | παραπρεσβείᾱν | τὰς | παραπρεσβείᾱς |
κλητική ὦ! | παραπρεσβείᾱ | παραπρεσβεῖαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραπρεσβείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραπρεσβείαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραπρεσβεία < παραπρεσβεύω + -εία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραπρεσβεία θηλυκό
- πρεσβεία που τα μέλη της ενήργησαν με δόλιο, παράνομο ή / και προδοτικό τρόπο, κατά παράβαση των εντολών που έλαβαν
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παραπρεσβεία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραπρεσβεία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.