παραγραμματισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραγραμματισμός < ελληνιστική κοινή παραγραμματισμός < παραγραμματίζω < αρχαία ελληνική παρά + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραγραμματισμός αρσενικό
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραγραμματίζω
- (σπάνιο, κατ’ επέκταση) ορθογραφικό σφάλμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραγραμματισμός
|