Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγραμματίζω < ελληνιστική κοινή παραγραμματίζω[1] < παρά + γραμμᾰτίζω < αρχαία ελληνική γράμμα < γράφω

  Ρήμα επεξεργασία

παραγραμματίζω (παθητική φωνή: παραγραμματίζομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. παραγραμματίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.