παραγραμματίζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραγραμματίζω < ελληνιστική κοινή παραγραμματίζω[1] < παρά + γραμμᾰτίζω < αρχαία ελληνική γράμμα < γράφω
Ρήμα επεξεργασία
παραγραμματίζω (παθητική φωνή: παραγραμματίζομαι)
- (σπάνιο) αντικαθιστώ κάποια γράμματα μιας λέξης με άλλα (προκειμένου να κάνω λογοπαίγνιο ή επειδή δεν γνωρίζω την σωστή ορθογραφία)
Συγγενικά επεξεργασία
- παραγραμματισμένος
- παραγραμματισμός
- → δείτε τις λέξεις παρά, γράμμα και γράφω
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | παραγραμματίζω | παραγραμμάτιζα | θα παραγραμματίζω | να παραγραμματίζω | παραγραμματίζοντας | |
β' ενικ. | παραγραμματίζεις | παραγραμμάτιζες | θα παραγραμματίζεις | να παραγραμματίζεις | παραγραμμάτιζε | |
γ' ενικ. | παραγραμματίζει | παραγραμμάτιζε | θα παραγραμματίζει | να παραγραμματίζει | ||
α' πληθ. | παραγραμματίζουμε | παραγραμματίζαμε | θα παραγραμματίζουμε | να παραγραμματίζουμε | ||
β' πληθ. | παραγραμματίζετε | παραγραμματίζατε | θα παραγραμματίζετε | να παραγραμματίζετε | παραγραμματίζετε | |
γ' πληθ. | παραγραμματίζουν(ε) | παραγραμμάτιζαν παραγραμματίζαν(ε) |
θα παραγραμματίζουν(ε) | να παραγραμματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | παραγραμμάτισα | θα παραγραμματίσω | να παραγραμματίσω | παραγραμματίσει | ||
β' ενικ. | παραγραμμάτισες | θα παραγραμματίσεις | να παραγραμματίσεις | παραγραμμάτισε | ||
γ' ενικ. | παραγραμμάτισε | θα παραγραμματίσει | να παραγραμματίσει | |||
α' πληθ. | παραγραμματίσαμε | θα παραγραμματίσουμε | να παραγραμματίσουμε | |||
β' πληθ. | παραγραμματίσατε | θα παραγραμματίσετε | να παραγραμματίσετε | παραγραμματίστε | ||
γ' πληθ. | παραγραμμάτισαν παραγραμματίσαν(ε) |
θα παραγραμματίσουν(ε) | να παραγραμματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω παραγραμματίσει | είχα παραγραμματίσει | θα έχω παραγραμματίσει | να έχω παραγραμματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις παραγραμματίσει | είχες παραγραμματίσει | θα έχεις παραγραμματίσει | να έχεις παραγραμματίσει | ||
γ' ενικ. | έχει παραγραμματίσει | είχε παραγραμματίσει | θα έχει παραγραμματίσει | να έχει παραγραμματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε παραγραμματίσει | είχαμε παραγραμματίσει | θα έχουμε παραγραμματίσει | να έχουμε παραγραμματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε παραγραμματίσει | είχατε παραγραμματίσει | θα έχετε παραγραμματίσει | να έχετε παραγραμματίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν παραγραμματίσει | είχαν παραγραμματίσει | θα έχουν παραγραμματίσει | να έχουν παραγραμματίσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραγραμματίζω
|
- ↑ παραγραμματίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.