Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραβαμμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παραβαμμέν
ος
η
παραβαμμέν
η
το
παραβαμμέν
ο
γενική
του
παραβαμμέν
ου
της
παραβαμμέν
ης
του
παραβαμμέν
ου
αιτιατική
τον
παραβαμμέν
ο
την
παραβαμμέν
η
το
παραβαμμέν
ο
κλητική
παραβαμμέν
ε
παραβαμμέν
η
παραβαμμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παραβαμμέν
οι
οι
παραβαμμέν
ες
τα
παραβαμμέν
α
γενική
των
παραβαμμέν
ων
των
παραβαμμέν
ων
των
παραβαμμέν
ων
αιτιατική
τους
παραβαμμέν
ους
τις
παραβαμμέν
ες
τα
παραβαμμέν
α
κλητική
παραβαμμέν
οι
παραβαμμέν
ες
παραβαμμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
για άτομο που έχει βάλει πολύ
μακιγιάζ
για πόρτα που δεν κλείνει λόγο της πολλής μπογιάς και του μη τριψίματος της παλιάς πριν το βάψιμο