↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραβαμμένος η παραβαμμένη το παραβαμμένο
      γενική του παραβαμμένου της παραβαμμένης του παραβαμμένου
    αιτιατική τον παραβαμμένο την παραβαμμένη το παραβαμμένο
     κλητική παραβαμμένε παραβαμμένη παραβαμμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραβαμμένοι οι παραβαμμένες τα παραβαμμένα
      γενική των παραβαμμένων των παραβαμμένων των παραβαμμένων
    αιτιατική τους παραβαμμένους τις παραβαμμένες τα παραβαμμένα
     κλητική παραβαμμένοι παραβαμμένες παραβαμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
  • για άτομο που έχει βάλει πολύ μακιγιάζ
  • για πόρτα που δεν κλείνει λόγο της πολλής μπογιάς και του μη τριψίματος της παλιάς πριν το βάψιμο