ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρέμφασῐς αἱ παρεμφάσεις
      γενική τῆς παρεμφάσεως τῶν παρεμφάσεων
      δοτική τῇ παρεμφάσει ταῖς παρεμφάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρέμφασῐν τὰς παρεμφάσεις
     κλητική ! παρέμφασῐ παρεμφάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρεμφάσει
γεν-δοτ τοῖν  παρεμφασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρέμφασις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρεμφαίνω, παρ-εμ-φα- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρέμφασις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παραεμφαίνω, παρά και ἔμφασις