παρέκβασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρέκβασῐς | αἱ | παρεκβάσεις |
γενική | τῆς | παρεκβάσεως | τῶν | παρεκβάσεων |
δοτική | τῇ | παρεκβάσει | ταῖς | παρεκβάσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παρέκβασῐν | τὰς | παρεκβάσεις |
κλητική ὦ! | παρέκβασῐ | παρεκβάσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρεκβάσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρεκβασέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρέκβασις < παρεκβαίνω, παρεκβα- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἔκβασις < ἐκ- + βάσις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παρέκβαση (με ειδικότερη σημασία)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρέκβασις, -εως θηλυκό
- παρέκκλιση, απομάκρυνση από κάτι
Πηγές
επεξεργασία- παρέκβασις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρέκβασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.