↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρέκβασῐς αἱ παρεκβάσεις
      γενική τῆς παρεκβάσεως τῶν παρεκβάσεων
      δοτική τῇ παρεκβάσει ταῖς παρεκβάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρέκβασῐν τὰς παρεκβάσεις
     κλητική ! παρέκβασῐ παρεκβάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρεκβάσει
γεν-δοτ τοῖν  παρεκβασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρέκβασις < παρεκβαίνω, παρεκβα- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἔκβασις < ἐκ- + βάσις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παρέκβαση (με ειδικότερη σημασία)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρέκβασις, -εως θηλυκό