Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παπουτσοθήκη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παπουτσοθήκ
η
οι
παπουτσοθήκ
ες
γενική
της
παπουτσοθήκ
ης
των
παπουτσοθηκ
ών
αιτιατική
την
παπουτσοθήκ
η
τις
παπουτσοθήκ
ες
κλητική
παπουτσοθήκ
η
παπουτσοθήκ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παπουτσοθήκη
<
παπούτσ(ι)
+
-ο-
+
-θήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παπουτσοθήκη
θηλυκό
έπιπλο
για αποθήκευση παπουτσιών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παπουτσοθήκη
γαλλικά
:
meuble
(fr)
à
(fr)
chaussures
(fr)