↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παπαδίστικος η παπαδίστικη το παπαδίστικο
      γενική του παπαδίστικου της παπαδίστικης του παπαδίστικου
    αιτιατική τον παπαδίστικο την παπαδίστικη το παπαδίστικο
     κλητική παπαδίστικε παπαδίστικη παπαδίστικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παπαδίστικοι οι παπαδίστικες τα παπαδίστικα
      γενική των παπαδίστικων των παπαδίστικων των παπαδίστικων
    αιτιατική τους παπαδίστικους τις παπαδίστικες τα παπαδίστικα
     κλητική παπαδίστικοι παπαδίστικες παπαδίστικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παπαδίστικος < παπάς + -ίστικος

  Επίθετο

επεξεργασία

παπαδίστικος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία