παπαδίστικα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παπαδίστικα < παπαδίστικος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαπαδίστικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- έτσι όπως ταιριάζει σε παπάδες
- ήταν ντυμένος παπαδίστικα
Μεταφράσεις
επεξεργασία παπαδίστικα
|