παπαγαλίστικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπαγαλίστικος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο επεξεργασία
παπαγαλίστικος, -η, -ο
- που έχει τον χαρακτήρα της παπαγαλίας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπαγαλίστικος
|