Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παπαγαλία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παπαγαλί
α
οι
παπαγαλί
ες
γενική
της
παπαγαλί
ας
των
παπαγαλι
ών
αιτιατική
την
παπαγαλί
α
τις
παπαγαλί
ες
κλητική
παπαγαλί
α
παπαγαλί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παπαγαλία
<
παπαγάλος
+
-ία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παπαγαλία
θηλυκό
η
απομνημόνευση
χωρίς πραγματική κατανόηση, ο
παπαγαλισμός
το έμαθα το μάθημα
παπαγαλία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παπαγαλία
αγγλικά
:
rote
(en)