παπαγαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπαγαλισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παπαγαλισμός αρσενικό
- η παπαγαλία, η απομνημόνευση χωρίς πραγματική κατανόηση
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπαγαλισμός
|