πανόσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πανόσιος | η | πανόσια | το | πανόσιο |
γενική | του | πανόσιου | της | πανόσιας | του | πανόσιου |
αιτιατική | τον | πανόσιο | την | πανόσια | το | πανόσιο |
κλητική | πανόσιε | πανόσια | πανόσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πανόσιοι | οι | πανόσιες | τα | πανόσια |
γενική | των | πανόσιων | των | πανόσιων | των | πανόσιων |
αιτιατική | τους | πανόσιους | τις | πανόσιες | τα | πανόσια |
κλητική | πανόσιοι | πανόσιες | πανόσια | |||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πανόσιος
- πολύ όσιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανόσιος
|